πλησμίως

πλησμίως
πλήσμιος
filling
adverbial
πλήσμιος
filling
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλήσμιος — ία, ον και πλήσμιος, ον, Α 1. (κυρίως για εδέσματα και για ποτά) αυτός που γεμίζει, που χορταίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλήσμιον κορεσμός, πλησμονή, χορτασμός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πλήσμιον κατά κόρον, πάρα πολύ. Επίρ. πλησμίως ΜΑ κατά τρόπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”